- μυρτάκανθος
- μυρτάκανθος [ᾰκ], ὁ,A = μυρσίνη ἀγρία, Dsc.4.144.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρτάκανθος — μυρτάκανθος, ὁ (Α) το φυτό μυρσίνη η αγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + ἄκανθος] … Dictionary of Greek
μυρτάκανθον — μυρτάκανθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχήνη — λειχήνη, ἡ (ΑM) μσν. λειχήνα αρχ. είδος φυτού, ο μυρτάκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λειχήν κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek